- ταχύπορος
- -η, -ο / ταχύπορος, -ον, ΝΑ, αρσ. και ταχυπόρος Ναυτός που πορεύεται, που κινείται με ταχύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + πορος (πρβλ. βραδυ-πόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχύπορος — fast going masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύπορον — ταχύπορος fast going masc/fem acc sg ταχύπορος fast going neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπορώτερα — ταχύπορος fast going neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπόροις — ταχύπορος fast going masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπόρων — ταχύπορος fast going masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπορία — η, Ν η ιδιότητα τού ταχύπορου, το να είναι κανείς ταχύπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
ιστιοπετής — ἱστιοπετής, ές (Α) (για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο πετής, ουρανο πετής] … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
ταχυπορώ — Ν [ταχύπορος] πορεύομαι με ταχύτητα, κινούμαι γρήγορα … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek